- θῶπ'
- θῶπα , θώψflatterermasc acc sgθῶπε , θώψflatterermasc nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποδαράκι — το, Ν [ποδάρι] 1. μικρό πόδι 2. (θωπ.) χαριτωμένο ή αγαπημένο πόδι 3. πληθ. τα ποδαράκια πόδια προβάτων και γιδιών κομμένα από την τελευταία άρθρωση, γδαρμένα και καθαρισμένα … Dictionary of Greek